- ἀκάλυπτος
- ἀκάλυπτοςuncoveredmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακάλυπτος — η, ο 1. ασκέπαστος: Ο λάκκος δεν έπρεπε να μείνει ακάλυπτος. 2. απροφύλαχτος, απροστάτευτος: Ο λόχος μας στην προσπάθειά του αυτή είχε μείνει ακάλυπτος. 3. (για οφειλέτη), αυτός του οποίου δεν πληρώθηκαν τα χρέη ή για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάλυπτος — η, ο (Α ἀκάλυπτος, ον) [καλυπτός] 1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος «πηγάδι ακάλυπτο» 2. γυμνός «σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα» 3. ασκεπής, ξεσκούφωτος 4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός 5. (χώρος) που μένει… … Dictionary of Greek
ἀκαλύπτως — ἀκάλυπτος uncovered adverbial ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάλυπτον — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc sg ἀκάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλύπτοις — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλύπτους — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλύπτῳ — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάλυπτα — ἀκάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάλυπτοι — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek